- ομφάκινος
- -η, -ο (ΑΜ ὀμφάκινος, -ίνη, -ον) [όμφαξ]1. αυτός που παρασκευάζεται από άγουρα σταφύλια, από αγουρίδες («ομφάκινος οίνος»)2. (για λάδι) αυτός που παράγεται από άγουρες ελιές («ἔλαιον πρὸς τὴν ἐν ὑγείᾳ χρῆσιν ἄριστον... ὅ καὶ ὀμφάκινον καλεῑται», Διοσκ.)αρχ.1. αυτός που έχει το χρώμα άγουρων σταφυλιών2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀμφάκινον(ενν. ἱμάτιον) είδος γυναικείου ενδύματος που ονομάστηκε έτσι πιθανώς από το χρώμα του.
Dictionary of Greek. 2013.